Η Μονεμβασία ή Μονεμβασιά ή Μονεμβάσια, γνωστή στους Φράγκους ως Μαλβαζία, είναι μια μικρή ιστορική πόλη της ανατολικής Πελοποννήσου, του Δήμου Μονεμβασιάς, στο Νομό Λακωνίας. Είναι περισσότερο γνωστή από το μεσαιωνικό φρούριο, επί του ομώνυμου "Βράχου της Μονεμβασίας", που αποτελεί στην κυριολεξία μικρή νησίδα που συνδέεται με γέφυρα σε σχηματιζόμενο λαιμό συνολικού μήκους 400 μέτρων με τη σημερινή παράλια κατ΄ έναντι πόλη επί της λακωνικής ακτής. Από γεωφυσικής απόψεως αποτελεί ένα τόμπολο (tombolo). Στα διασωθέντα κτήρια και τις δομές στο κάστρο περιλαμβάνονται αμυντικές κατασκευές του εξωτερικού κάστρου και αρκετές μικρές βυζαντινές εκκλησίες.

Το όνομά της είναι σύνθετη λέξη, που προέρχεται από τις δύο ελληνικές λέξεις Μόνη και Έμβασις. Πολλές από τις οδούς είναι στενές και κατάλληλες μόνο για τους πεζούς. Ο κόλπος της Παλαιάς Μονεμβασίας βρίσκεται στο Βορρά. Το παρωνύμιο της Μονεμβασίας είναι «Γιβραλτάρ ...Διαβάστε περισσότερα

Η Μονεμβασία ή Μονεμβασιά ή Μονεμβάσια, γνωστή στους Φράγκους ως Μαλβαζία, είναι μια μικρή ιστορική πόλη της ανατολικής Πελοποννήσου, του Δήμου Μονεμβασιάς, στο Νομό Λακωνίας. Είναι περισσότερο γνωστή από το μεσαιωνικό φρούριο, επί του ομώνυμου "Βράχου της Μονεμβασίας", που αποτελεί στην κυριολεξία μικρή νησίδα που συνδέεται με γέφυρα σε σχηματιζόμενο λαιμό συνολικού μήκους 400 μέτρων με τη σημερινή παράλια κατ΄ έναντι πόλη επί της λακωνικής ακτής. Από γεωφυσικής απόψεως αποτελεί ένα τόμπολο (tombolo). Στα διασωθέντα κτήρια και τις δομές στο κάστρο περιλαμβάνονται αμυντικές κατασκευές του εξωτερικού κάστρου και αρκετές μικρές βυζαντινές εκκλησίες.

Το όνομά της είναι σύνθετη λέξη, που προέρχεται από τις δύο ελληνικές λέξεις Μόνη και Έμβασις. Πολλές από τις οδούς είναι στενές και κατάλληλες μόνο για τους πεζούς. Ο κόλπος της Παλαιάς Μονεμβασίας βρίσκεται στο Βορρά. Το παρωνύμιο της Μονεμβασίας είναι «Γιβραλτάρ της ανατολής», επειδή τυγχάνει να είναι σε σμίκρυνση πανομοιότυπη με τον βράχο του Γιβραλτάρ.

Μπαίνοντας στην πόλη ο κεντρικός δρόμος με το βυζαντινό καλντερίμι οδηγεί στη Κεντρική Πλατεία με το παλαιό κανόνι και την Εκκλησία του Ελκομένου Χριστού.

Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος καταγόταν από τη Μονεμβασία, όπου και βρίσκεται σήμερα ο τάφος του. Στον ναό του Αγίου Νικολάου, ο ποιητής Γ. Ρίτσος παρακολούθησε τα μαθήματα του Δημοτικού σχολείου και του Τριετούς Ελληνικού Σχολείου (Σχολαρχείου) από το 1914 έως το 1921

Αρχαιότητα

Λίγο βορειότερα από τη Μονεμβασιά βρισκόταν κατά την αρχαιότητα η Επίδαυρος Λιμηρά. Η περιοχή της Επιδαύρου Λιμηράς κατοικείται από την προϊστορία. Κατά τη διάρκεια των ιστορικών χρόνων ήταν η σημαντικότερη πόλη στις ανατολικές ακτές της χερσονήσου του Μαλέα και άνθισε κατά τη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων.[1] Ο Παυσανίας επισκέπτηκε την Επίδαυρο Λιμηρά και περιέγραψε ότι απέναντι από την πόλη βρισκόταν ακρωτήριο το οποίο αναφέρει ως «άκρα Μινώα», η οποία έχει ταυτοποιηθεί ως η Μονεμβασιά. Ο Στράβων ένα αιώνα αργότερα την αναφέρει ως «φρούριο Μινώα». Το τοπωνύμιο «Μινώα» υποδηλώνει την ύπαρξη λιμένα στην αρχαιότητα, ίχνη της οποίας έχουν εντοπιστεί υποθαλάσσια. Παρόλα αυτά δεν είναι γνωστό αν υπήρχε σημαντικός οικισμός πάνω στο βράχο. Είναι πιθανό να δημιουργήθηκε εκεί οικισμός τον 4ο αιώνα, όταν η πρωτεύουσα μετακινήθηκε από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα μεταβολές στις θαλάσσιες εμπορικές οδούς. Η ίδια η Επίδαυρος Λιμηρά εγκαταλείφθηκε τον 4ο αιώνα.[2]

Ίδρυση

Η Μονεμβασιά ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα, από την μετεγκατάσταση σε αυτή των κατοίκων της Αρχαίας Σπάρτης, η οποία τότε ήταν γνωστή ως Λακεδαίμονα. Η Σπάρτη, σε αντίθεση με άλλες πόλεις που εγκαταλείφθηκαν, συνέχισε να κατοικείται μέχρι τον 6ο αιώνα μ.Χ., παρά τους σεισμούς, τις επιδρομές Γότθων το 395 υπό τον Αλάριχο και Βανδάλων το 468 υπό τον Γιζέριχο και την επιδημία πανώλης το 541-43.[3] Σύμφωνα με το μεταγενέστερο Χρονικό της Μονεμβασίας, η πόλη εγκαταλείφθηκε μετά από επιδρομή Σλάβων το 587-588, επί βασιλείας Μαυρικίου. Το Χρονικό αναφέρει ότι οι κάτοικοί της εγκατέλειψαν την Σπάρτη πανικόβλητοι και οχυρώθηκαν υπό την ηγεσία του επισκόπου της στη Μονεμβασιά ενώ άλλοι εγκαταστάθηκαν στα περάσματα της περιοχής, ενώ αναφέρει ότι και πολλές άλλες πόλεις της Πελοποννήσου εγκαταλείφθηκαν τοιουτοτρόπως.[4] Παρόλα αυτά, τα αρχαιολογικά ευρήματα δεν συνηγορούν σε αυτή την άποψη και τοποθετούν την ίδρυση της Μονεμβασιάς μερικές δεκαετίες νωρίτερα, στη βασιλεία του Ιουστινιανού. Από τότε χρονολογείται το πρώτο στάδιο βασιλικής του Χριστού Ελκόμενου στο κέντρο της Κάτω Πόλης.[5]

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού, λόγω διαφόρων καταστροφών, είτε φυσικών είτε λόγω επιδρομών, οι πόλεις γνώρισαν κάμψη. Ο Ιουστινιανός προχώρησε σε οικιστική αναδιαμόρφωση, μετακινώντας ολόκληρο τον πληθυσμό πόλεων σε νέες τοποθεσίες και συχνά άλλαζε το όνομα της πόλης. Τέτοιες μετακινήσεις αναφέρονται από τον Προκόπιο στο Περί κτισμάτων, αν και οι αναφορές του για την Πελοπόννησο είναι σπάνιες.[6] Το κείμενο του 15ου αιώνα Αναφορά προς τον Πατριάρχη, γραμμένο από τον μητροπολίτη Μονεμβασίας Ισίδωρο, αναφέρει ότι η μετακίνηση του πληθυσμού έγινε επί Ιουστινιανού.[7] Μια άλλη πόλη που μετακινήθηκε στην ίδια περίοδο ήταν η Αιπεία Μεσσηνίας, η οποία μετακινήθηκε στην Κορώνη. Παρομοίως, η τοποθεσία της Σπάρτης κρίθηκε ανεπαρκώς οχυρή και επιρρεπής σε μακροχρόνιους αποκλεισμούς λόγω της μεγάλης απόστασής της από το λιμάνι, ενώ με την μετακίνηση της πρωτεύουσας στη Κωνσταντινούπολη, τα πλοία από το Γύθειο έπρεπε να παραπλέουν πλέον το ακρωτήριο Μαλέας.[5]

Λόγω των προαναφερθέντων λόγων, οι αρχές της πόλης προχώρησαν όχι μόνο σε μετακίνηση του πληθυσμού της Σπάρτης, ιδρύοντας τη Μονεμβασιά, αλλά και αναδιοργάνωση των οικισμών της νοτιοανατολικής Λακωνίας. Η αναδιοργάνωση περιλάμβανε την εγκατάσταση στα ορεινά περάσματα του Πάρνωνα και στη μετανάστευση από το Γύθειο. Το Χρονικό της Μονεμβασιάς αναφέρει ότι μέρους του πληθυσμού μετεγκαταστάθηκε στη Σικελία. Επειδή η ανοικοδόμηση, μετακίνηση και εγκατάσταση του πληθυσμού στη νέα θέση πρέπει να ολοκληρώθηκε αρκετά χρόνια αργότερα, είναι πιθανόν οι δύο πόλεις να συνυπήρχαν για κάποιο χρονικό διάστημα.[8] Μαζί με τους κατοίκους, μετακινήθηκε και η έδρα της επισκοπής Λακεδαιμονίας, αν και διατήρησε το παλιό της όνομα.[9]

Βυζαντινή περίοδος  Ο βυζαντινός οικισμός της Κάτω πόλης και τα τείχη της Άνω πόλης

Σε αντίθεση με άλλους οικισμούς στην περιοχή της Πελοποννήσου οι οποίοι παρήκμασαν από τον 7ο αιώνα και μετά - μια περίοδος γνωστή ως σκοτεινοί χρόνοι - η Μονεμβασιά λόγω της θέσης πάνω σε σημαντικούς θαλάσσιους δρόμους, όπως αυτός που τη συνέδεε με τη Σικελία, αναπτύχθηκε σε εμπορικό και καλλιτεχνικό κέντρο. Στην Κάτω Πόλη βρέθηκε χάλκινο νόμισμα κομμένο στη Σικελία του Φιλιππικού Βαρδάνη. Η παλαιότερη γνωστή μνεία στη Μονεμβασία χρονολογείται από την τρίτη δεκαετία του 8ου αιώνα, και γίνεται από τον προσκυνητή Βιλιβάλδο, ο οποίος ταξίδευσε από τη Σικελίαστους Άγιους Τόπους με ενδιάμεση στάση στη Μονεμβασιά. Η Μονεμβασιά αναφέρεται επίσης από τον Θεοφάνη Ομολογητή, ο οποίος περιγράφει την άφιξη της πανούκλας στο Βυζάντιο το 746-747.[10]

Η καίρια θέση της Μονεμβασιάς στο θαλάσσιο δρόμο προς την ανατολική Μεσόγειο υπήρξε στόχος πειρατικών επιδρομών στους επόμενους αιώνες, καθώς και επιδρομών ηγεμόνων της Δύσης. Οι επιδρομές Αράβων αρχίζουν τον 9ο αιώνα και μετά την εγκατάστασή τους στην Κρήτη, οι επιδρομές πολλαπλασιάζονται. Μια τέτοια επιδρομή αναφέρεται στις λεγόμενες Ψυχωφελείς Αφηγήσεις του επισκόπου Παύλου Μονεμβασιάς, οι οποίες γράφηκαν τον 10ο αιώνα και σώζονται μόνο σε αραβική μετάφραση.[11] Σε μια από αυτές αναφέρεται ότι οι Άραβες επιτέθηκαν στο φρούριο των Βουκόλων, το οποίο έχει ταυτιστεί με τη Μονεμβασιά. Νωρίτερα στο ίδιο κείμενο αναφέρεται ότι στην πόλη είχαν ξεβραστεί τα λείψανα των αγίων της Βαρκελώνης, του επισκόπου Βαλέριου, της Ευλαλίας, του Βικέντιου και άλλων. Οι κάτοικοι περισυνέλεξαν τις σαρκοφάγους που τα περιείχαν και κατασκεύασαν μια εκκλησία πάνω στον απόκρημνο λόφο. Αργότερα, μετά την επιδρόμη, αναφέρεται ότι επί αυτοκρατόρων Λέοντος και Αλεξάνδρου, το εκκλησάκι εντοπίστηκε και τα λείψανα μεταφέρθηκαν στο παρεκκλήσι της Αγίας Ειρήνης, δίπλα στο ναό της Αγίας Αναστασίας (σήμερα είναι αφιερωμένος στον Χριστό Ελκόμενο).[12] Στις αρχές του 10ου αιώνα, η εκκλησιαστική έδρα της Μονεμβασιάς μεταφέρθηκε από την δικαιοδοσία της εκκλησίας της Ρώμης στο πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, όπου υποβαθμίστηκε σε επισκοπή της Κορίνθου.[13] Παρόλα αυτά, η Μονεμβασιά συνέχισε να αναπτύσσεται, ενώ παράλληλα διατηρούσε προνόμια, ανάμεσα στα οποία ήταν και η αυτοδιοίκηση.[14]

 Ο ναός της Αγίας Σοφίας στην Πάνω πόλη

Κατά τη διάρκεια του 11ου και 12ου αιώνα, η Μονεμβασιά γνώρισε εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη. Εκείνη την περίοδο, ο οικισμός εξαπλώθηκε σε όλο το βράχο και όχι μόνο στην αθέατα πλευρά του και σε ανοικοδομήθηκαν σημαντικά μνημεία, όπως ο ναός της αγίας Σοφίας (αρχικά αφιερωμένο στην Παναγία Οδηγήτρια) στην πάνω πόλη και ο ναός του Ελκόμενου Χριστού, ο οποίος ανακατασκευάστηκε εκείνη την περίοδο, πιθανόν λόγω της τοποθέτησης της εικόνας του Χριστού Ελκόμενου στο ναό.[14] Την εποχή των Κομνηνών, η Μονεμβασία είχε εξελιχθεί σε φύλακα της δυτικής εισόδου του Αιγαίου.[15] Το 1147 πλοία του βασιλιά της Σικελίας Ρογήρου Β' προσπάθησαν να την καταλάβουν χωρίς επιτυχία και αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν με σοβαρές απώλειες. Ο άρχων της Μονεμβασιάς κατά τη διάρκεια της επίθεσης Θεόδωρος Μαυροζώμης στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην αυτοκρατορική αυλή και μετά τη Μάχη του Μυριοκέφαλου ετέθη επικεφαλής της αριστερής πτέρυγας του στρατού και εν συνέχεια του δόθηκε το αξίωμα του μεσάζοντα. Σύμφωνα με μία άποψη, ο Μανουήλ Μαυροζώμης ήταν γιος του Θεόδωρου.[16] Επίσης, Μονεμβασιώτες είχαν αναλάβει τη διοίκηση των Κυθήρων, αρχικά ο Γεώργιος Παχής και ύστερα οι Ευδαιμογιάννηδες, οι οποίοι διοικούσαν το νησί μέχρι το 1204.[17]

Οι Λατίνοι πολιόρκησαν ανεπιτυχώς τη Μονεμβασιά το 1222.[18] Το 1252, ύστερα από πολιορκία τριών χρόνων, ο γιος του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου Γουλιέλμος Β', πρίγκιπας της Αχαΐας, κατέλαβε τη Μονεμβασία,[19] Όσοι κάτοικοι της Μονεμβασιάς δεν επιθυμούσαν να παραμείνουν στην υπό λατινική κατοχή πόλη αναχώρησαν για τις Πηγές στη Βιθυνία, οι οποίες απέκτησαν τα ίδια εμπορικά προνόμια με τη Μονεμβασιά. Η ίδια η Μονεμβασία διατήρησε τα προνόμια που είχε, με μόνη υποχρέωση της αγγαρεία στα καράβια, και έγινε έδρα Λατίνου επισκόπου.[20] Η απώλεια της υπήρξε σοβαρό πλήγμα για τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο, καθώς ανέτρεπε τα σχέδιά του για την ανάκτηση των εδαφών που είχαν περιέλθει στους Φράγκους.[εκκρεμεί παραπομπή]

 Η κεντρική πλατεία της Μονεμβασιάς, με τον βυζαντινό ναό του Χριστού Ελκόμενου.

Όταν ο Γουλιέλμος αιχμαλωτίστηκε από τους Βυζαντινούς στη μάχη της Πελαγονίας το 1259 και αρνήθηκε να παραχωρήσει τις κτήσεις του στην Πελοπόννησο με αντάλλαγμα την απελευθέρωσή του, ο Μιχαήλ τον κράτησε αιχμάλωτο μέχρι το 1262, οπότε δέχθηκε να παραδώσει στους Βυζαντινούς τα κάστρα της Μονεμβασιάς, του Μυστρά, της Μαΐνης[21] και του Γερακίου. Ο Μιχαήλ τον τίμησε με τον τίτλο του μεγάλου δομεστίκου, σύμβολο υποτέλειας στην αυτοκρατορία. Η Μονεμβασία ορίστηκε έδρα Βυζαντινού στρατηγού και έδρα Ορθόδοξου μητροπολίτη, ενώ παράλληλα παραχωρήθηκαν στους κατοίκους σημαντικά προνόμια, που ανανεώθηκαν και διευρύνθηκαν από τον Ανδρόνικο Β' Παλαιολόγο (1282-1328), όπως η απαλλαγή από φόρο κληρονομιάς και η απαλλαγή από το κομμέρκιον (δασμοί).[22] Ο Ανδρόνικο Γ' Παλαιολόγο στη συνέχεια απάλλαξε τη Μονεμβασιά από 28 φόρους.[23] Η ακμή της πόλης υπήρξε ραγδαία: εκτός από την αύξηση του πληθυσμού, που κύρια επίδοσή του ήταν το εμπόριο και η ναυτιλία, δημιουργήθηκαν προϋποθέσεις για την πνευματική και εκκλησιαστική ανάπτυξη, σε βαθμό που η ως το 1460 περίοδος να θεωρείται «χρυσή εποχή» της πόλης. Είναι χαρακτηριστικό το 1324 από τα συνολικά 3.108 υπέρπυρα που εισέφεραν οι μητροπόλεις στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, τα 800 προέρχονταν από την μητρόπολη Μονεμβασιάς, τα περισσότερα από κάθε άλλη.[24] Ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός προβίβασε την μητρόπολη Μονεμβασίας το 1347 ή το 1348 στην ιεραρχική σειρά του πατριαρχείου Ιεροσολύμων.[25] Την ειρηνική ζωή της Μονεμβασίας κατά τον 14ο και το α' μισό του 15ου αιώνα τάραξαν πειρατικές επιδρομές και εσωτερικές συγκρούσεις, που δεν επηρέασαν εν τούτοις την ιστορική της πορεία στα πλαίσια του δεσποτάτου του Μορέως.

Το 1354 τη διοίκηση του δεσποτάτου του Μυστρά ανέλαβε ο Μανουήλ Καντακουζηνός, ο οποίος διατηρήθηκε στην εξουσία μέχρι το 1380. Η διοίκηση της Μονεμβασιάς δόθηκε στον Ιωάννη Καντακουζηνό, ο οποίος όταν έμαθε ότι μετά τον θάνατο του Μανουήλ δεσπότης ορίστηκε ο Θεόδωρος Παλαιολόγος στασίασε.[26] Ο Θεόδωρος προσπάθησε να προσεγγίσει την Μονεμβασιά αλλά απομακρύνθηκε και κατέφυγε στην βενετοκρατούμενη Κορώνη για να ζητήσει βοήθεια, με αντάλλαγμα την περιοχή της Μονεμβασιάς, αλλά οι Μονεμβασιώτες αποκήρυξαν τους στασιαστές.[27] Το 1394 ο Θεόδωρος αιχμαλωτίστηκε από τον σουλτάνο Βαγιαζήτ Α΄ και για να ελευθερωθεί ζήτησε την παράδοση της Μονεμβασιάς. Ο Θεόδωρος κατάφερε να δραπετεύσει και με τη βοήθεια της Βενετίας ανακατέλαβαν τη Μονεμβασιά από τους Οθωμανούς τον Ιούλιο του 1394. Αποτέλεσμα όλων αυτών των ταραχών ήταν ο πληθυσμός της πόλης να μειωθεί και η εμπορική κίνηση να σταματήσει.[28]

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 επικράτησε αναταραχή στο δεσποτάτο του Μορέως, το οποίο είχε τότε δύο δεσπότες, τον Θωμά και τον Δημήτριο, οι οποίοι διαφωνούσαν σχετικά με το μέλλον του δεσποτάτου. Ο Δημήτριος παρέδωσε τη Μονεμβασιά τον Μάιο του 1460 στον Μωάμεθ Β΄,[29] ο οποίος όμως αποχώρησε χωρίς να τη πολιορκήσει.[30] Στη συνέχεια, ακολουθώντας τη συμβουλή του Θωμά Παλαιολόγου, οι κάτοικοι προσέφεραν την πόλη στον Πάπα Πίο Β΄ στις 12 Σεπτεμβρίου 1460, ο οποίος και δέχθηκε.[31]

Α΄ Βενετοκρατία και Α΄ Τουρκοκρατία  Παραδοσιακά σπίτια στη Μονεμβασιά.

Το 1460 ο Μωάμεθ Β' έφθασε στην Κόρινθο, προχώρησε προς τη Λακωνία, κατέλαβε τα φρούρια της Αχαΐας και της Ηλείας και τον Ιούλιο του 1461 παραδόθηκε το Σαλμενίκο, τελευταίο κάστρο του ελληνικού δεσποτάτου. Έτσι, εκτός από τις βενετικές κτήσεις της Πελοποννήσου και τη Μονεμβασία, που είχε παραχωρηθεί με σύμφωνη γνώμη του Δεσπότη του Μυστρά Θωμά Παλαιολόγου στον πάπα Πίο Β΄, η τουρκική κατάκτηση της νευραλγικής αυτής για το Βυζάντιο περιοχής είχε ολοκληρωθεί. Στα τέλη του 1463 η Μονεμβασία είχε περιέλθει στους Βενετούς. Μετά το τέλος του Α΄ Βενετοτουρκικού Πολέμου τμήμα των εκτάσεων στην επικράτεια της Μονεμβασιάς περιήλθε στην κατοχή των Οθωμανών, επηρεάζοντας την αγροτική παραγωγή και το εμπόριο.[32] Οι κτήσεις της Βενετίας γύρω από τη Μονεμβασιά περιοριστήκαν περισσότερο μετά τον Β΄ Βενετοτουρκικό Πόλεμο (1499-1503).[33]

Ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα άρχισε το 1537 προσπάθειες να καταλάβει το Ναύπλιο και τη Μονεμβασία, τις δύο εναπομείνασες βενετικές κτήσεις στην Πελοπόννησο. Στη συνθήκη ειρήνης ο σουλτάνος Σουλεϊμάν Β΄ ζήτησε ως αποζημίωση για τις ζημιές που υπέστη ο στόλος την παραχώρηση νησιών που έχει κατακτήσει μαζί με το Ναύπλιο και τη Μονεμβασιά, και παρά τις αντιδράσεις των Βενετών, η συνθήκη υπογράφηκε στις 2 Οκτωβρίου 1540 και οι δύο πόλεις παραδόθηκαν στους Τούρκους.[34] Οι περισσότεροι κάτοικοί της τότε την εγκατέλειψαν και κατέφυγαν στα βενετοκρατούμενα νησιά, κυρίως στην Κέρκυρα και στην Κρήτη.

Κατά τους Οθωμανικούς χρόνους η Πάνω Πόλη εγκαταλείφθηκε. Η ίδια η Μονεμβασιά έγινε γνωστή ως Μενεξέ, Μενεφσέ ή Μπενεφσέ[35] και εντάχθηκε διοικητικά στο Σαντζάκι του Μοριά. Στην απογραφή του 1573-1574 αναφέρεται ότι διέθετε φρουρά 104 αντρών και απέδιδε ως φόρους 28.665 ακτσέδες, 6.000 από την εμπορική κίνηση στο λιμάνι της. Λόγω πληροφοριών ότι υπήρχε μικρή φρουρά στη Μονεμβασιά, ο Μέγας Μαγίστρος Ζαν Παριζό ντε Λα Βαλέτ αποφάσισε να την καταλάβει ώστε να αποκτήσει μία βάση στο Αιγαίο.[36] Στα τέλη του Σεπτεμβρίου 1564 έστειλε γαλέρες αλλά καθώς δεν εντοπίστηκε το παλιό αφύλακτο μονοπάτι που οδηγούσε στην άνω πόλη, αποχώρησαν. Το μονοπάτι αυτό σφραγίστηκε από τους Οθωμανούς λίγο αργότερα με τοίχο.[37] Το 1583 υπήρχαν 320 οικογένειες μη μουσουλμάνων και 191 κάτοικοι χωρίς οικογένεια.[38]

Κατά τη διάρκεια του Κρητικού Πολέμου έγιναν προσπάθειες από τη Βενετία να καταλάβει τη Μονεμβασιά, η οποία λειτουργούσε ως βάση του οθωμανικού στρατού. Η πρώτη απόπειρα έγινε τον Αύγουστο του 1653, κατά την οποία οι Βενετοί κατάφεραν να καταλάβουν ένα φρούριο έξω από την κάτω πόλη, αλλά εγκατέλειψαν την προσπάθεια καθώς οι επιθέσεις εναντίον της κάτω πόλης απέτυχαν.[39] Η δεύτερη προσπάθεια έγινε στον Ιούλιο του 1655, με τους Βενετούς να προχωρούν σε αποκλεισμό της Μονεμβασιάς, αλλά καθώς οι Οθωμανοί έστειλαν ενισχύσεις, τελικά αποχώρησαν. Ακολούθως οι Οθωμανοί ενίσχυσαν την άμυνα της Μονεμβασιάς,[40] και παραχώρησαν στους κατοίκους της την δυνατότητα να φτιάξουν μια εκκλησία με τρούλο, ως επιβράβευση που δεν παραχώρησαν την πόλη στους Βενετούς.[41]

Βενετική ανάκτηση και Β΄ Τουρκοκρατία  Η Μονεμβασιά σε γκραβούρα του 1688

Το 1684 ξεκίνησε ο ΣΤ΄ Βενετοτουρκικός Πόλεμος, κατά τον οποίο ο Φραντζέσκο Μοροζίνι κατέλαβε ολόκληρη την Πελοπόννησο, με την εξαίρεση της Μονεμβασιάς, η οποία αντιστάθηκε. Ο Μοροζίνι την πολιόρκησε ξανά το 1687, βομβαρδίζοντάς την, αλλά οι Τούρκοι υπερασπιστές αρνήθηκαν να παραδωθούν με αποτέλεσμα να αποχωρήσει. Στην πόλη κατέφυγαν πολλοί Τούρκοι που έφυγαν από τις υπόλοιπες περιοχές του Μοριά.[42] Το 1688 πρότεινε να κατασκευαστεί ένα φρούριο απέναντι από την Μονεμβασιά. Τελικά τον Ιούλιο του 1689 ξεκίνησε η κατασκευή δύο φρουρίων και η πολιορκία ξεκίνησε εκ νέου, αλλά ήταν πάλι ανεπιτυχής και στα τέλη Σεπτεμβρίου αποχώρησε.[43] Στο τέλος της επόμενης άνοιξης η πολιορκία άρχισε ξανά, με επικεφαλής Τζιρόλαμο Κορνέρ και παρά τις αποτυχίες,[44] η πόλη παραδόθηκε και ο Κορνέρ εισήλθε στις 12 Αυγούστου 1690.[45]

Η ανάκτηση της Πελοποννήσου από τους Βενετούς είχε ως αποτέλεσμα και την επανεγκατάσταση κατοίκων στη Μονεμβασία, που ορίστηκε πρωτεύουσα του διαμερίσματος της Λακωνίας. Η πόλη είχε υποστεί σημαντικές καταστροφές και ακολούθησε πρόγραμμα ανοικοδόμησής της. Ο πληθυσμός της το 1700 είχε φθάσει στους 1.622 κατοίκους, σχεδόν διπλάσιος σε σύγκριση με δέκα χρόνια πριν.[46]

Το 1715 ο Οθωμανικός στρατός επιτέθηκε στην Πελοπόννησο, στα πλαίσια του Ζ΄ Βενετοτουρκικού Πολέμου. Ο στόλος έφτασε στη Μονεμβασιά στις 3 Αυγούστου 1715, ζητώντας την παράδοση της πόλης, και το πολεμικό συμβούλιο της πόλης ζήτησε παράταση 20 ημερών ώστε να μάθουν τις προθέσεις του βενετικού στόλου, αίτημα που έγινε δεκτό.[47] Ο στόλος δεν προσέγγισε την Μονεμβασιά και τελικά η πόλη παραδόθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 1715.[48] Κάποιοι από τους κατοίκους, ως μέρος της συνθήκης παράδοσης πουλήθηκαν ως σκλάβοι.[49] Άλλοι κατέφυγαν σε άλλες ενετοκρατούμενες περιοχές. Μετά την οθωμανική ανάκτηση, η Μονεμβασιά παρέμεινε υπό τη δικαιοδοσία του Καπουδάν πασά. Η περιοχή γνώρισε μια σχετική εμπορική και οικονομική άνθηση και ιδρύθηκε ελληνικό σχολείο. Κάποιοι Βενετοί επέστρεψαν στην πόλη, όπως και παλαιότεροι Τούρκοι κάτοικοι.[50]

Κατά τα Ορλωφικά (1770) ο μητροπολίτης Μονεμβασίας Άνθιμος ο Λέσβιος όπλισε σώμα Μονεμβασιωτών και απέκλεισε τους Τούρκους στο φρούριο, όταν όμως οι πολιορκητές δέχθηκαν την επίθεση των Αλβανών διασκορπίστηκαν και πολλοί αιχμαλωτίστηκαν ή φονεύθηκαν και η πόλη λεηλατήθηκε.[εκκρεμεί παραπομπή] Μετά τα Ορλωφικά η περιοχή εγκαταλείφθηκε από μεγάλο μέρος του πληθυσμού της.

Κατά την Ελληνική Επανάσταση

Το φρούριο της Μονεμβασίας πολιορκήθηκε κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης από ξηρά και θάλασσα και ύστερα από τετράμηνη πολιορκία παραδόθηκε στους Έλληνες στις 23 Ιουλίου 1821. Ακολούθησαν διαμάχες για την διανομή των λαφύρων και τη διοίκηση, οι οποίες οδήγησαν στην αναρχία. Το Μάρτιο του 1822 αποφασίστηκε από την προσωρινή διοίκησης της Ελλάδας η επισκευή του φρουρίου και η αποστολή φρουράς, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, με αποτέλεσμα η κατάσταση στο φρούριο να χειροτερεύει.[51] Στη συνέχεια το φρούριο και η επαρχία Μονεμβασιάς έπεσε θύμα του εμφυλίου πολέμου. Οι Μανιάτες με αρχηγό τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη άρχισαν να πολιορκούν το φρούριο τον Σεπτέμβριο του 1823.[52] Μέχρι το Μάρτιο του 1824 τα μισά χωριά της επαρχίας είχαν περάσει στην κατοχή των Μανιατών, και ενώ συνέχιζαν να πολιορκούν το φρούριο, η κεντρική διοίκηση αποφάσισε να μεταφέρει 3-4 κανόνια από την Μονεμβασιά στις Σπέτσες. Επίσης, στο φρούριο κατέφτασαν Κρήτες και Ψαριανοί μετά την καταστροφή των Ψαρών, όμως η πολιορκία του φρουρίου συνεχίστηκε.[53] Τον Ιανουάριο του 1827 έφτασε στο φρούριο ο Δημήτριος Πλαπούτας με 200 στρατιώτες και οι κάτοικοι και οι έφοροι της Μονεμβασιάς συμφώνησαν να παραδοθεί σε αυτόν η διοίκηση του κάστρου, ώστε να απελευθερωθεί το φρούριο, όπως και εγένετο με απόφαση της Εθνικής Συνέλευσης την 1η Μαρτίου 1827.[54] Όμως, ο Μαυρομιχάλης συνέχισε να προσπαθεί να κατακτήσει το φρούριο, με αποτέλεσμα ο Πλαπούτας να αποχωρήσει, μη αποδεχόμενος αυτή τη συμπεριφορά, και τελικά ο Μαυρομιχάλης να τεθεί επικεφαλής του κάστρου. Οι συνεχείς αυτές έριδες απέτρεψαν τη Μονεμβασιά από τη δυνατότητα να μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις σχετικά με τη ίδρυση του ελληνικού κράτους και να μην καταφέρει να αποκτήσει την παλιά της αίγλη.[55]

Τμήμα της Ελλάδας

Στην στατιστική περιγραφή της Μονεμβασιάς το 1828, η Μονεμβασιά είχε 659 κατοίκους, ενώ τα περισσότερα από τα σπίτια ήταν κατεστραμμένα. Νέος φρούραρχος της Μονεμβασιάς ορίστηκε ο Κωνσταντίνος Κανάρης. Ανάμεσα στα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ήταν η φύλαξη του φρουρίου και η επισκευή των κτιρίων, καθώς δεν επαρκούσαν ούτε για τη στέγαση των δημόσιων υπηρεσιών.[56] Για αυτό το λόγο έφτασε στην πόλη ο μηχανικός Φώτης Κεσόγλου και ο Θεόδωρος Βαλλιάνος. Παράλληλα, έγινε προσπάθεια για τη λειτουργία σχολείου, το οποίο στεγάστηκε στο ναό του Αγίου Νικολάου.[57] Παρά τις δυσκολίες στη χρηματοδότησή του, παρέμεινε σε λειτουργία το 1937.[58] Εκκλησιαστικά, η Μονεμβασιά παρέμεινε έδρα της μητρόπολης Μονεμβασιάς, όμως μετά το θάνατο του μητροπολίτη Χρύσανθου Παγώνη, η έδρα χήρευσε και τοποτηρητής ορίστηκε ο Γεράσιμος Παγώνης, αλλά δεν είχε το βαθμό του επισκόπου και έτσι χρησιμοποιούσε και τον επίσκοπο Σταγών Αμβρόσιο, όμως οι πόροι της επαρχίας αρκούσαν μόνο για τον ένα, και τελικά ο Αμβρόσιος κατέληξε στην μητρόπολη Μυστρά.[59]

 Άποψη της Μονεμβασιάς.

Η Μονεμβασιά συνέχισε να βρίσκεται σε δεινή κατάσταση για πολλά ακόμη χρόνια, αλλά παρέμεινε το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής και κατά τη διοικητική αναδιάταξη του 1833, η Μονεμβασιά εξαολούθησε να είναι έδρα της επαρχίας, η οποία όμως από επαρχεία Μονεμβασιάς μετονομάζεται σε επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς. Η Μονεμβασιά παρέμεινε έδρα της επαρχίας Μονεμβασιάς μέχρι το 1864, όταν η έδρα μεταφέρθηκε στους Μολάους, αλλά παρέμεινε έδρα δήμου, μέχρι την κατάργησή του το 1913.[60] Στις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν έδρα ειρωνοδικείου, τελωνείου, τηλεγραφείου, αστυνομίας και σχολαρχείου. Σύμφωνα με τις απογραφές, υπήρχε μείωση του πληθυσμού μέχρι τη δεκαετία του 1970. Η πορεία του πληθυσμού της κοινότητας σύμφωνα με τις απογραφές είναι η εξής: 1920: 483 κ., 1928: 638 κ., 1940: 638 κ., 1951: 522 κ., 1961: 487 κ., 1971: 445 κ..[61] Οι κάτοικοι της Μονεμβασιάς είτε μετανάστευσαν στην Αθήνα είτε μετοίκησαν στη Γέφυρα, απέναντι από τη Μονεμβασιά. Στην απογραφή του 1951, από τους 522 κατοίκους της κοινότητας, στη Γέφυρα ζούσαν οι 261, στην παλιά πόλη οι 178 και στην Αγία Κυριακή 83. Ο πληθυσμός της παλιάς πόλης συνέχισε να μειώνεται και το 1971 σε αυτήν ζούσαν μόλις 32 κάτοικοι.[62] Η Μονεμβασιά συνέχισε να βασίζεται για την ύδρευσή της στις στέρνες μέχρι το 1964 και ο ηλεκτρισμός έφτασε το 1972. Το εμπόριο γινόταν ακτοπλοϊκώς, όπου τα προϊόντα μεταφέρονταν στο κοντινότερο μεγάλο λιμάνι, τον Πειραιά.[61]

Από τη δεκαετία του 1970 η Μονεμβασιά άρχισε να ακμάζει ξανά, αυτή τη φορά ως τουριστικός προορισμός. Οι Μονεμβασιώτες πούλησαν τα σπίτια τους σε ανθρώπους που επισκέπτονταν την Μονεμβασιά και τα αναστήλωσαν. Στις αναστηλώσεις κύριο λόγο έπαιξαν ο Αλέξανδρος και η Χάρις Καλλιγά. Παράλληλα, έντονη ανάπτυξη γνώρισε και η Γέφυρα (στην απογραφή του 2011 έχει 1.299 κατοίκους).[63]

Ελένη Ζαββού. «Επίδαυρος - Λιμηρά». Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2016.  Καλλιγά 2010, σελ. 20 Καλλιγά 2010, σελ. 21 Καλλιγά 2010, σελ. 22 ↑ 5,0 5,1 Καλλιγά 2010, σελ. 30 Καλλιγά 2010, σελ. 25 Καλλιγά 2010, σελ. 29 Καλλιγά 2010, σελ. 31 Καλλιγά 2010, σελ. 32 Καλλιγά 2010, σελ. 34 Καλλιγά 2010, σελ. 40 Καλλιγά 2010, σελ. 42 Καλλιγά 2010, σελ. 47 ↑ 14,0 14,1 Καλλιγά 2010, σελ. 50 Καλλιγά 2010, σελ. 57 Καλλιγά 2010, σελ. 61 Καλλιγά 2010, σελ. 63 Καλλιγά 2010, σελ. 67 Καλλιγά 2010, σελ. 68 Καλλιγά 2010, σελ. 69 Καλλιγά 2010, σελ. 71 Καλλιγά 2010, σελ. 77-78 Καλλιγά 2010, σελ. 81 Καλλιγά 2010, σελ. 84-85 Καλλιγά 2010, σελ. 86 Καλλιγά 2010, σελ. 87-88 Καλλιγά 2010, σελ. 89 Καλλιγά 2010, σελ. 90-91 Καλλιγά 2010, σελ. 103 Καλλιγά 2010, σελ. 105 Καλλιγά 2010, σελ. 106 Καλλιγά 2010, σελ. 116 Καλλιγά 2010, σελ. 122 Καλλιγά 2010, σελ. 129 Καλλιγά 2010, σελ. 134 Καλλιγά 2010, σελ. 137-138 Καλλιγά 2010, σελ. 139-140 Καλλιγά 2010, σελ. 142 Καλλιγά 2010, σελ. 144 Καλλιγά 2010, σελ. 145 Καλλιγά 2010, σελ. 146 Καλλιγά 2010, σελ. 149 Καλλιγά 2010, σελ. 150 Καλλιγά 2010, σελ. 151 Καλλιγά 2010, σελ. 152 Καλλιγά 2010, σελ. 164 Καλλιγά 2010, σελ. 171 Καλλιγά 2010, σελ. 175 Καλλιγά 2010, σελ. 176 Καλλιγά 2010, σελ. 179 Βουνελάκης 2001, σελ. 5-6 Βουνελάκης 2001, σελ. 12 Βουνελάκης 2001, σελ. 13 Βουνελάκης 2001, σελ. 18 Βουνελάκης 2001, σελ. 21 Βουνελάκης 2001, σελ. 25 Βουνελάκης 2001, σελ. 31 Βουνελάκης 2001, σελ. 60 Βουνελάκης 2001, σελ. 33 Βουνελάκης 2001, σελ. 47-48 ↑ 61,0 61,1 Βουνελάκης 2001, σελ. 68 Βουνελάκης 2001, σελ. 89 Βουνελάκης 2001, σελ. 110
Photographies by:
JustinW - CC0
Zaharoulapapa - CC BY-SA 4.0
Statistics: Position
1665
Statistics: Rank
74188

Προσθήκη νέου σχολίου

CAPTCHA
Security
247369185Click/tap this sequence: 5835
Esta pregunta es para comprobar si usted es un visitante humano y prevenir envíos de spam automatizado.

Google street view

Where can you sleep near Μονεμβασιά ?

Booking.com
491.271 visits in total, 9.211 Points of interest, 405 Destinations, 115 visits today.