Η Μεγάλη Σχολή του Αγίου Ρόκκου, ιταλ.: Scuola Grande di San Rocco, είναι ένα κτήριο στη Βενετία, στη βόρεια Ιταλία. Είναι αξιοσημείωτη για τη συλλογή έργων ζωγραφικής του Tιντορέττo και κατά γενική ομολογία περιλαμβάνει μερικά από τα καλύτερα έργα του.
Το κτήριο είναι η έδρα μίας αδελφότητας, η οποία ιδρύθηκε το 1478 στο όνομα τού Αγίου Ρόκκου, που θεωρείτο ευρέως ως προστάτης κατά της πανώλης.[1] Τα μέλη της «Αδελφότητας του Αγίου Ρόκκου» ήταν μία ομάδα πλούσιων Βενετών πολιτών. Η τοποθεσία που επέλεξαν για το κτήριό τους βρίσκεται δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Ρόκκου, που στεγάζει τα λείψανα του αγίου.
Τον Ιανουάριο του 1515 ανατέθηκε η κατασκευή του κτιρίου στον Μπαρτολομέο Μπον, παρόλο που ορισμένες αρχές το αποδίδουν στον γιο του Πιέτρο Μπον. Το 1524 το έργο συνεχίστηκε από τον Σάντε Λομπάρντο, που με τη σειρά του τρία χρόνια αργότερα αντικαταστάθηκε από τον Aντόνιο Σκαρπανίνo. Μετά το τέλος εκείνου το 1549, ο τελευταίος αρχιτέκτονας που εργάστηκε στο κτήριο, ήταν ο Τζαντζάκομο Τζίτζι, που τελείωσε την κατασκευή τον Σεπτέμβριο του 1560.[2]
Ο σχεδιασμός ήταν παρόμοιος με άλλες Σχολές στη Βενετία: χαρακτηρίζεται από δύο αίθουσες, η μία στο ισόγειο και η άλλη στον πρώτο όροφο. Η Σάλα Τέρρα (Iσόγειος Aίθουσα) έχει ένα κύριο κλίτος και δύο παράπλευρα, με την είσοδο από τον κάμπο (πλατεία)[3] έξω. Από αυτή την αίθουσα, μία σκάλα (που στη αρχή της στεγάζεται από τρούλο) οδηγεί στον επάνω όροφο. Η Σάλα Σουπεριόρε (Επάνω Αίθουσα) χρησιμοποιόταν για συναντήσεις των μελών και είχε έναν ξύλινο βωμό. Παρείχε πρόσβαση στη Σάλα ντελ' Αλμπέργκο' (Αίθουσα Διαμονής), όπου διατηρούντο η Banca (Τράπεζα) και η Zonta (aggiunta, Προστιθέμενα), οι εποπτικές επιτροπές της εταιρίας.
Προσθήκη νέου σχολίου